σαΐτ(τ)α

σαΐτ(τ)α
η
1) стрела (для стрельбы из лука); 2) ткацкий или швейный челнок; 3) бумажный голубь; 4) тестомес; 5) зоол, уж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαΐτ(τ)α" в других словарях:

  • Αλιμνιώνατζης, Σαΐτ Μουσταφά — Τούρκος που πολέμησε με τους Έλληνες στην Επανάσταση του 1821. Είχε αιχμαλωτιστεί στη διάρκεια του Αγώνα από τον Ανδρέα Σωτηρίου, αλλά ζήτησε να αγωνιστεί υπέρ των Ελλήνων και πολέμησε ως ναύτης στο πλοίο Ασπασία έως το 1828 …   Dictionary of Greek

  • Αμπασιγιανίκ, Σαΐτ Φαΐκ — (Sait Faik Abasiyanik, 1907 – 1945). Τούρκος διηγηματογράφος. Έγραψε περίπου 20 συλλογές διηγημάτων. Στα έργα του εμπνέεται κυρίως από τη ζωή των Ελλήνων ψαράδων στα Πριγκιποννήσια. Πολλά από τα διηγήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες …   Dictionary of Greek

  • σαΐτεμα — και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] το ρίξιμο τής σαΐτας, εκτόξευση βέλους …   Dictionary of Greek

  • σαϊτευτής — και σαϊττευτής και σαγιτ(τ)ευτής, ο, θηλ. τρια, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] αυτός που ρίχνει σαΐτα, τοξότης …   Dictionary of Greek

  • σαϊτεύω — και σαϊττεύω και σαγιτ(τ)εύω ΝΜ [σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α] σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα, τοξεύω νεοελλ. μτφ. χτυπώ κάποιον με τα βέλη τού έρωτα …   Dictionary of Greek

  • σαϊτιά — και σαϊττιά και σαγιτ(τ)ιά, η, Ν 1. εκτόξευση σαΐτας 2. χτύπημα με σαΐτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σαϊτοθήκη — και σαϊττοθήκη και σαγιτ(τ)οθήκη, η, Ν θήκη για σαΐτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • σαϊτοπούλα — και σαϊττοπούλα και σαγιτ(τ)οπούλα, η, Ν μικρή σαΐτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + υποκορ. κατάλ. πούλα (βλ. λ. πουλο, πουλος), πρβλ. βασιλο πούλα] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …   Dictionary of Greek

  • Αλιτούρι — Οχυρή τοποθεσία κοντά στον Μελιγαλά, όπου έγιναν σκληρές μάχες κατά τον διωγμό των κλεφτών από τον πασά της Πελοποννήσου Σαΐτ Οσμάν και τον Κεχαγιάμπεη (1806). Στον διωγμό αυτό, που έγινε από Τούρκους και Έλληνες ύστερα από φιρμάνι του σουλτάνου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»